- σχιζοφρενής
- ο шизофреник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχιζοφρενής — ές, Ν αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + φρενής (< φρην, φρενός)] … Dictionary of Greek
σχιζοφρενής, ο — η αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχιζοφρενικός — ή, ό σχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)